ελάτινος

ελάτινος
-η, -ο (AM ἐλάτινος, -η, -ον και ἐλάτινος, -ον Α και εἰλάτινος, -η, -ον)
ο κατασκευασμένος από ξύλο έλατου
αρχ.
1. αυτός που ανήκει σε έλατο ή προέρχεται απὸ αυτό («ὄζοι εἰλάτινοι, ξύλα ἐλάτινα»)
2. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στο άνθος τής φοινικοβαλάνου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ελάτινος, -η, -ο — και ελατένιος, ια, ιο και ελατίσιος, ια, ιο ο κατασκευασμένος από ξύλο έλατου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐλάτινος — of the fir masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰλάτινον — ἐλάτινος of the fir masc acc sg ἐλάτινος of the fir neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλατίνων — ἐλάτινος of the fir fem gen pl ἐλάτινος of the fir masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλάτινον — ἐλάτινος of the fir masc acc sg ἐλάτινος of the fir neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰλατίνην — ἐλάτινος of the fir fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰλατίνοις — ἐλάτινος of the fir masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰλατίνοισιν — ἐλάτινος of the fir masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰλατίνου — ἐλάτινος of the fir masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰλατίνῃ — ἐλάτινος of the fir fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”