- ελάτινος
- -η, -ο (AM ἐλάτινος, -η, -ον και ἐλάτινος, -ον Α και εἰλάτινος, -η, -ον)ο κατασκευασμένος από ξύλο έλατουαρχ.1. αυτός που ανήκει σε έλατο ή προέρχεται απὸ αυτό («ὄζοι εἰλάτινοι, ξύλα ἐλάτινα»)2. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στο άνθος τής φοινικοβαλάνου.
Dictionary of Greek. 2013.